- μασουλίζω
- μασουλίζω, μασούλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] … Dictionary of Greek
μασουλίζω — μασούλισα, και μασουλώ μασούλησα, τρώω κάτι σιγά και χωρίς σταμάτημα: Το κουνέλι μασούλησε ένα καρότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασουλώ — και ματσουλώ άω μασουλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μασουλίζω] … Dictionary of Greek
μασούλισμα — και ματσούλισμα, το [μασουλίζω] αργό μάσημα που διαρκεί πολλή ώρα … Dictionary of Greek
ματσουλίζω — βλ. μασουλίζω … Dictionary of Greek
μασουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), μασούλισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. μασουλίζω Σημειώσεις: μασουλάω : σύμφωνα με τη Γραμματική (Τριανταφυλλίδη), εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόρ. σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής